Η Κοριτσά του Ιωάννη Μπάγκα

Της Ελβίρας Θάνου, Ιστορικού

Η πόλη της Κοριτσάς βρίσκεται στο μέσο μιας μεγάλης εύφορης κοιλάδας, η οποία αρδεύεται από πηγές, χειμάρρους, ποτάμια και την περιβάλλουν επιβλητικά βουνά. Από τα τέλη του 18ου αιώνα η Κοριτσά ήταν μια ακμάζουσα εμπορική πόλη η οποία αναδείχτηκε σε εμπορικό, πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Διοικητικά υπαγόταν στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, ήταν έδρα ενός από τα πέντε σαντζάκια του βιλαετιού και το 1859 αριθμούσε 10.000 κατοίκους. Αναδείχτηκε σε κέντρο του εμπορίου καθώς ήταν σταυροδρόμι για τα εμπορικά καραβάνια μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Ιωαννίνων και άλλων πόλεων των Βαλκανίων. Στην Κοριτσά ή Κορυτσά των φιλόπονων απόδημων κοριτσαίων του 19ου αιώνα και την προσφορά τους στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή για χάρη των πνευματικών ιδρυμάτων αξίζει να σταθεί κανείς, καθώς είναι μακρύς ο κατάλογος. Το 1850 ο δραστήριος μητροπολίτης Νεόφυτος ίδρυσε το κοινοτικό εκπαιδευτικό ταμείο της Κοριτσάς «Λάσσον». Σκοπός του «Λάσσου» ήταν η διαφύλαξη των δωρεών των κοριτσαίων της διασποράς, η έντιμη διαχείρισή τους και η παρακίνηση του φιλεκπαιδευτικού ζήλου περισσότερων κοριτσαίων. Αυτές οι ευνοϊκές συνθήκες οδηγούν την πόλη σε περίοδο πνευματικής αναγέννησης με το κτίσιμο σχολείων, εκκλησιών, οικοτροφείων και άλλων κοινοτικών κτηρίων. Στο κοινοτικό ταμείο συνεισέφεραν όλοι οι πολίτες, τα μεγάλα κεφάλαια του «Λάσσου» όμως προερχόταν από απόδημους κοριτσαίους της Ρουμανίας και της Αιγύπτου. Ο Ιωάννης Μπάγκας έγινε κύριος συντελεστής του «Λάσσου», από το 1850 κατέβαλε μαζί με άλλους κοριτσαίους, γενναίες συνεισφορές για την ανέγερση σχολείων και για την εξυπηρέτηση των κοινωφελών σκοπών του κοινοτικού ταμείου της πόλης.
Ο Ιωάννης Μπάγκας (ή Πάγκας) γεννήθηκε στην Κοριτσά το 1814 και σε ηλικία 19 χρονών έφυγε από τη γενέτειρά του με προορισμό τη Χαλκίδα. Στη συνέχεια ξενιτεύτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και έχοντας ως μοναδικό εφόδιο ένα τάλιρο. Εγκαταστάθηκε στην ελληνική κοινότητα του Καΐρου όπου εργάστηκε ως ράφτης ελληνοαλβανικών ενδυμάτων, δουλειά που έκανε άλλωστε από ηλικία 14 χρονών. Ύστερα καταπιάστηκε με τη γεωργία και εργάστηκε ως επιστάτης και ενοικιαστής αγροτικών κτημάτων. Αναζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες, εγκατέλειψε την Αίγυπτο και πήγε στη Ρουμανία, όπου κατά συμβουλή και μίμηση του Ευάγγελου Ζάππα μίσθωσε μεγάλες εκτάσεις και τις καλλιέργησε. Ζούσε πολύ λιτή ζωή, καθώς ήταν ολιγαρκής και φιλόπονος, μάζευε χρήματα και συντηρούσε τους γονείς του. Παρόλο που ο Ιωάννης Μπάγκας γράμματα πολλά δεν έμαθε, γνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση, χάρη στις ικανότητες και την εργατικότητά του γύρισε πλούσιος στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Η επιστροφή και η προσφορά τόσο στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος όσο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κοριτσά, ήταν το όνειρο και ο στόχος του Ιωάννη Μπάγκα. Αποφάσισε να κτίσει την οικία του επί της Πλατείας Ομονοίας και ανάθεσε τη μελέτη στο γνωστό αρχιτέκτονα της εποχής Ερνέστο Τσίλλερ. Πρόκειται για το μέγαρο που μετατράπηκε στο γνωστό ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος». Εξακολουθούσε ωστόσο να ζει λιτότατα σε ένα δωμάτιο του δικού του ξενοδοχείου και αποφάσισε να δωρίσει ολόκληρη την περιουσία του στο Ελληνικό Δημόσιο. Το ταπεινό του ντύσιμο, το βραχύ ανάστημά του και το σπινθηροβόλο βλέμμα του ήταν χαρακτηριστικά που επισήμαιναν όσοι τον γνώριζαν. Με συμβολαιογραφική πράξη που συνέταξε στις 16 Αυγούστου 1889 και την οποία αποδέχτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης παραχωρούσε την περιουσία του «…ως εθνική παρακαταθήκη δι’ έργα εθνοφελή και φιλάνθρωπα». Χρειάστηκε επιμονή από το φίλο του και τότε Υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη προκειμένου να πειστεί να κρατήσει 1000 δραχμές το μήνα για τον εαυτό του, καθώς πίστευε ότι 500 δραχμές το μήνα του αρκούσαν. Στη συμβολαιογραφική πράξη αναφέρει ότι: «…αναλογιζόμενος το πρόσκαιρον του παρόντος βίου και μάλιστα το προκεχωρηκός της ηλικίας αυτού και επιθυμών να χρησιμοποιήση από τούδε υπέρ κοινοφελών τω έθνει έργων την περιουσίαν αυτού, όπως και ζων ίδη τους καρπούς της τοιαύτης διαθέσεως, δωρείται αιτία θανάτου και δωρεάν αμετάκλητον τω Ελληνικώ Έθνει και τω Ελληνικώ Δημοσίω την ακίνητον περιουσίαν». Ο Ιωάννης Μπάγκας τιμήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη με το παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος.
Η περιουσία που δώρισε ο Μπάγκας στο Δημόσιο συμπεριλάμβανε: την επί της Πλατείας Ομονοίας οικία του, 200.000 δραχμές σε μετρητά και 1.400 μετοχές του Σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς. Λίγα χρόνια αργότερα εκχώρησε νέα χορηγία, αφού είχε αποκτήσει και νέα περιουσία. Είχε αγοράσει το οικόπεδο απέναντι από την κατοικία του, στο οποίο οικοδομήθηκε το «Μπάγκειον Ξενοδοχείον, Φίλιππος Β΄», ξανά με βάση τα σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ. Επιπλέον άρχισε να κτίζει ξενοδοχείο σε οικόπεδο που αγόρασε επί της οδού Αθηνάς και Αρμοδίου, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του. Το κτίριο περατώθηκε αργότερα με δαπάνες της Μπαγκείου Επιτροπής και ονομάστηκε «Ολυμπιάς». Μετά το θάνατό του βρέθηκαν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με την διαθήκη του περιήλθαν και αυτά στο Ελληνικό Δημόσιο. Στη συμβολαιογραφική πράξη διορίζονται αμετάκλητοι διαχειριστές του κληροδοτήματος ο εκάστοτε Μητροπολίτης Αθηνών, ο Υπουργός Εξωτερικών, ο Υπουργός Παιδείας, ο Στέφανος Δραγούμης προσωπικά, με την παράκληση η ιδιότητα να είναι κληρονομική, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η δωρεά του Ιωάννη Μπάγκα απευθύνεται σε κοινωφελή ιδρύματα όπως το Αμαλίειο Οικοτροφείο Αθηνών και το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός με προφανή σκοπό το φιλανθρωπικό έργο και την κοινωνική προσφορά. Το μεγαλύτερο μέρος όμως του κληροδοτήματος στρέφεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κοριτσά, και στους φτωχούς συμπατριώτες του.
Στην Κοριτσά κατασκευάστηκε υδραγωγείο που μετάφερε από το βουνό Μοράβα νερό και κτίστηκαν στην πόλη βρύσες, σε μια από τις οποίες οι κοριτσαίοι έγραψαν με χρυσά γράμματα «Η πατρίδα αναγράφει το όνομα του Ιωάννη Μπάγκα, του εκλεκτού της τέκνου, το οποίο πάντοτε θα θυμάται η γλυκειά μητέρα Κορυτσά, την οποία έσωσε από το μαρτύριο της λειψυδρίας» Επιπλέον τρεις χιλιάδες δραχμές ετησίως άφησε στο Μητροπολίτη Κοριτσάς για να τις διανέμει στους φτωχούς της πόλης κάθε χρόνο το Πάσχα. Επίσης όρισε ετήσια χορηγία προς τη Ριζάρειο Σχολή, για να δίνονται κάθε χρόνο δύο υποτροφίες σε σπουδαστές από την Κοριτσά. Σε περίπτωση που οι υπότροφοι συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών να λάμβαναν για πέντε χρόνια υποτροφία και στη συνέχεια να διορίζονταν καθηγητές στο γυμνάσιο της Κοριτσάς.
Μεγάλη σημασία λοιπόν για την προώθηση της ελληνικής παιδείας στην Ήπειρο και τη Μακεδονία την εποχή εκείνη, είχε η ανασυγκρότηση και η λειτουργία του ελληνικού σχολείου της Κοριτσάς «Ελληνοσχολείον». Το 1856, με δαπάνη του Ιωάννη Μπάγκα, λειτούργησε σε αυτό η πρώτη γυμνασιακή τάξη καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες των κοριτσαίων για δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η προαγωγή του ελληνικού σχολείου της Κοριτσάς το 1887, σε τέλειο γυμνάσιο οδήγησε και στην ονομασία του σε «Μπάγκειον Γυμνάσιον Κορυτσάς». Έκτοτε η λειτουργία του ήταν αντίστοιχη με αυτήν του Γυμνασίου Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, ως εξατάξιο γυμνάσιο. Διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη οι οποία αριθμούσε 1.000 τίτλους και άλλες μικρές συλλογές εντόμων, θαλάσσιων κοχυλιών, ορυκτών και απολιθωμάτων. Επιπλέον είχε αναγνωστήριο και εργαστήριο με όργανα φυσικής πειραματικής και χημείας. Η αδρή και ετήσια επιχορήγηση του Ιωάννη Μπάγκα χρηματοδοτούσε το Γυμνάσιο και χωρίς αυτήν μάλλον δε θα ήταν δυνατή η λειτουργία του. Ο Μητροπολίτης Γερβάσιος συνεχάρη τον ευεργέτη για την κολοσσιαία δωρεά του προς την πόλη της Κοριτσάς. Το «Μπάγκειον Γυμνάσιον Κορυτσάς» διατηρήθηκε μέχρι τη συγκρότηση του αλβανικού κράτους το 1912-1913 και επανέλαβε τη λειτουργία το 1937 με δαπάνες της Μπαγκείου Επιτροπής ως αλβανική ορθόδοξη ιερατική σχολή μέχρι την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς το 1939.
Ο Ιωάννης Μπάγκας πέθανε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1895 σε ηλικία 81 ετών. Επάνω στη μαρμάρινη προτομή του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών αναγράφεται: «Ο τα ίδια κοινά νομίσας, άνερ χρηστέ χαίρε», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «τα αποκτήματά μου είναι κοινή περιουσία». Αυτό άλλωστε μας δίδαξε με τη στάση ζωής και τη δωρεά του. Η πορεία, τα ιδανικά και οι πράξεις του κινούν τον θαυμασμό και ωθούν σε μίμηση κάθε προοδευτικό και φιλοπατρή άνθρωπο. Ο στόχος του Ιωάννη Μπάγκα εξακολουθεί να υλοποιείται, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά, από την Μπάγκειο Επιτροπή η οποία δίνει υποτροφίες σε φοιτητές και βοηθάει οικονομικά ηλικιωμένους και φτωχούς συμπατριώτες του Μπάγκα.
Βιβλιογραφία
Mehlan, Arno, “Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την Τουρκοκρατία” στο Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, Αθήνα: Μέλισσα, 1979.
Rembeci, Andi, Ο Κώδικας Μητροπόλεως Κοριτσάς: έκδοση και ιστορική τεκμηρίωση (17ος-19ος αιώνας), αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, 2009.
Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος, Ιστορία του βόρειου ελληνισμού. Ήπειρος, Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 1992.
Ισμυρλιάδου, Αδέλα, Κοριτσά, Εκπαίδευση- Ευεργέτες- Οικονομία 1850-1908, Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 1997.
Μπουτάτος, Χρήστος, “Μπάγκας Ιωάννης: Το Πρότυπο της Ανιδιοτέλειας”, Εφ. Reporter, φ. 12 Μαρτίου 2012.
Πάγκειος Επιτροπή, Συλλογή των περί της Εθνικής Δωρεάς Ι. Μ. Μπάγκα επισήμων κειμένων, Γ΄ εκδ., Αθήνα 1968.
Παπασταύρος, Αναστάσιος, Ηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες, ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο, Ιωάννινα: Απειρωτάν, 2010.